νεμεσώ

νεμεσώ
νεμεσῶ, -άω (ΑΜ, Α και νεμεσσῶ, -άω)
1. (συν. για τους θεούς) αισθάνομαι δίκαιη οργή και αγανάκτηση για την παρά την αξία κάποιου ευτυχία ή δυστυχία του («τῷ δὲ θεοὶ νεμεσῶσι καὶ ἄλγεα δῶκαν ὀπίσσω», Ησίοδ.)
2. (για ανθρώπους) οργίζομαι με κάποιον ή με κάτι («νεμεσῶσί τε μάλιστα αὖ τοῑς εἰς ὀρφανὰ καὶ ἔρημα ὑβρίζουσι», Πλάτ.)
3. (για την τύχη) φθονώ, ζηλεύω («τὰς εὐπραγίας ἡ τύχη τισὶ ἐνεμέσηστε», Ιώσ.)
4. μέσ. νεμεσῶμαι, -άομαι
α) (με ενεργ. σημ.) αγανακτώ
β) θεωρώ κάτι κακό, απρεπές, αποστρέφομαι κάτι
γ) αισθάνομαι ντροπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέμεσις, κατά τα ρ. σε -άω. Ο τ. με δύο -σσ- οφείλεται σε μετρικούς λόγους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νεμεσῶ — νεμεσάω feel just resentment pres imperat mp 2nd sg νεμεσάω feel just resentment pres subj act 1st sg (attic epic ionic) νεμεσάω feel just resentment pres ind act 1st sg (attic epic ionic) νεμεσάω feel just resentment pres subj act 1st sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επινεμεσώ — ἐπινεμεσῶ, άω (Α) εξοργίζομαι εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νεμεσώ «εξοργίζομαι, αγανακτώ» (< νέμεσις «ανταπόδοση»)] …   Dictionary of Greek

  • νεμεσήτης — νεμεσήτης, ὁ (Μ) [νεμεσώ] αυτός που αισθάνεται δίκαιη αγανάκτηση …   Dictionary of Greek

  • νεμεσητός — νεμεσητός, επικ. τ. νεμεσσητός, δωρ. τ. νεμεσσατός, ή, όν (Α) [νεμεσώ] 1. αυτός που προκαλεί αγανάκτηση και οργή και ο άξιος οργής, ο αξιοκατάκριτος, μεμπτός («ψεῡδός δὲ αἰδοῑ καὶ δίκῃ νεμεσητὸν κατὰ φύσιν», Πλάτ.) 2. αυτός που ανταποδίδεται,… …   Dictionary of Greek

  • υπονεμεσώ — άω, Μ οργίζομαι ελαφρώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + νεμεσῶ «οργίζομαι, αγανακτώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”